Το νησάκι της Κούταλης βρίσκεται στην Προποντίδα, βορειοδυτικά της Κυζικικής Χερσονήσου, στη θάλασσα του Μαρμαρά. Ανήκει σε μία συστάδα νησιών, τα λεγόμενα νησιά του Μαρμαρά. Οι αποστάσεις ανάμεσα στα νησιά αυτά είναι πολύ μικρές και φαίνεται ότι η επικοινωνία μεταξύ τους ήταν τόσο συχνή που αποτελούσαν μια κοινή κοινωνική και οικονομική ενότητα. Σε αυτό συνέβαλε και η μεγάλη ομοιογένεια του πληθυσμού τους, που λίγο πριν από τη μικρασιατική καταστροφή (1922) αποτελούνταν από 28.500 Έλληνες, 1.200 Τούρκους και 300 Εβραίους.
Το νησάκι της Κούταλης έχει μακρόστενο σχήμα με συνολικό μήκος 3,5 χιλιόμετρα και πλάτος περίπου ένα χιλιόμετρο. Οι ακτές της Κούταλης είναι σχετικά απόκρημνες. Στο δυτικό άκρο του νησιού υπάρχει η ψηλότερη κορυφή του Προφήτη Ηλία, ύψους 150 μέτρων περίπου και η υπόλοιπη έκτασή του διαμορφώνεται ως μια χαμηλή ράχη, έτσι που το σχήμα του νησιού μοιάζει από μακριά με αντεστραμμένο κουτάλι, ακουμπισμένο στη θάλασσα. Στο σημείο όπου η «λαβή του κουταλιού» ενώνεται με το «κεφάλι» του βρίσκεται ο μοναδικός οικισμός του νησιού, το ομώνυμο χωριό Κούταλη.
Υπάρχουν περιορισμένα ιστορικά στοιχεία τόσο για την προέλευση της ονομασίας του νησιού όσο και για τη ζωή και την ανθρώπινη δραστηριότητα στο νησί από την αρχαιότητα ως τον 19ο αιώνα. Η πρώτη επίσημη αναφορά του ονόματός του γίνεται στα τέλη του ΙΖ΄ αιώνα από τον γεωγράφο Μελέτιο τον Αθηναίο, ο οποίος αναφέρει εκτός των άλλων ότι τότε η νήσος ήταν «κατοικημένη». Η Κούταλη υπήρξε μέρος πρώτα της Βυζαντινής και έπειτα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι κάτοικοί της ήταν κατά βάση Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Επιπρόσθετα, το νησί κατακτήθηκε από Καταλανούς πειρατές, εποικίστηκε από Κρήτες που μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη για να συνδράμουν στην πολιορκία της Πόλης από τον Μωάμεθ τον Β΄, καθώς και από πρόσφυγες διαφόρων νησιών του Αιγαίου, όπως την Άνδρο, τα Ψαρά, τη Σκόπελο και τη Χίο, γεγονός που συνέβαλε στην ακμή της ναυτιλίας του νησιού.
Παρά το μικρό μέγεθός του, το νησί της Κούταλης σημείωσε έντονη οικονομική άνθιση, που οδήγησε στην ανάπτυξη πνευματικής και πολιτιστικής δραστηριότητας ανάλογης των σημαντικών ευρωπαϊκών κέντρων του 18ου και 19ου αιώνα.
Η ευμάρεια αυτή οφείλεται στην ιστιοφόρο ναυτιλία, που αποτέλεσε τον ισχυρότερο παράγοντα πλούτου για την Κούταλη από τον 19ο αιώνα έως τις αρχές του 20ού αιώνα, μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα χρόνια άνθισης της εμπορικής ναυτιλίας των Κουταλιανών, το μοναδικό χωριό του νησιού με πληθυσμό 2.685 κατοίκους βρισκόταν σε μεγάλη ακμή, με αποκλειστικές δραστηριότητες των κατοίκων της την εμπορική ναυτιλία, την αλιεία και τα συμπληρωματικά προς αυτές επαγγέλματα. Το νησί είχε πλούσια και καλοφτιαγμένα αρχοντικά, ναούς, εκπαιδευτικά ιδρύματα και κοινωφελή κτίρια, όπως το Σωματείο «Ευαγγελισμός», το Αρρεναγωγείο και το Παρθεναγωγείο. Από το μικρό αυτό νησί κατάγονταν και αρκετοί άνθρωποι των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών, κληρικοί, δάσκαλοι, συγγραφείς, γιατροί, λόγιοι, τραπεζίτες και μεγαλέμποροι, που ανέπτυξαν σημαντική δράση κατά τον 18ο και 19ο αιώνα.
Οι οίκοι των Κουταλιανών εφοπλιστών, των Βλαστών, των Ζαχάρωφ, των Φωτιάδηδων και άλλων, ήταν θρυλικοί για τα πλούτη τους και για τα περίφημα «σαράγια» τους, δηλαδή τις τριώροφες, ψηλοτάβανες κατοικίες χτισμένες από Ιταλούς αρχιτέκτονες και ζωγράφους που κλήθηκαν στο νησί γι’ αυτόν το σκοπό. Αρκετές επιπλώσεις και εξοπλισμοί των δημοσίων κτιρίων, των εκκλησιών και των κατοικιών προέρχονταν από τη Δυτική Ευρώπη και τη Ρωσία, αποδεικνύοντας για μια φορά ακόμη την ευημερία και τον πλούτο αυτής της μικρής ναυτικής κοινωνίας στην Προποντίδα.