Εκτός από τα σφουγγάρια οι Κουταλιανοί ανέσυραν από το βυθό και άλλα αντικείμενα που προέρχονταν από ναυάγια αρχαίων ή νεότερων πλοίων. Επιδεικνύοντας μοναδική ευαισθησία για την αξία των αρχαίων αντικειμένων αρκετοί από αυτούς τα εμπιστεύονταν στο διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου κ. Ιωάννη Αλευρόπουλο, με σκοπό την ίδρυση ενός μουσείου όπου θα παρουσιάζονταν οι «θησαυροί» που ανέσυραν από το βυθό της θάλασσας, με κίνδυνο τη ζωή τους. Προσβλέποντας στη δημιουργία αυτού του Μουσείου, το Δημοτικό Σχολείο Νέας Κούταλης κατάφερε το 1963 να αποκτήσει την άδεια δημιουργίας συλλογής αρχαιοτήτων.
Η αρχαιολογική συλλογή περιλαμβάνει 106 καταγραμμένα αρχαιολογικά ευρήματα, κυρίως αμφορείς πολλών διαφορετικών τύπων και προελεύσεων, από το βυθό της θάλασσας. Οι αμφορείς αυτοί χρονολογούνται από τους αρχαίους έως τους νεότερους χρόνους και ήταν αγγεία εμπορευματικού τύπου, συνήθως μεγάλου μεγέθους, για τη μεταφορά αγαθών (κρασί, λάδι, παστά ψάρια κ.ά.) πάνω σε πλοία. Για την ασφαλή μεταφορά του περιεχομένου τους, οι αμφορείς σφραγίζονταν με πήλινα πώματα, ενώ το κάτω μέρος του σώματός τους έχει οξεία απόληξη (οξυπύθμενοι), δίνοντας τη δυνατότητα αποθήκευσης μεγάλου αριθμού τους στα αμπάρια των καραβιών: τοποθετούνταν όρθιοι σε δύο και τρεις επάλληλες στρώσεις, έτσι ώστε οι απολήξεις των αμφορέων της δεύτερης στρώσης να σφηνώνονται στα διάκενα που άφηναν τα σώματα των αμφορέων της πρώτης. Με αυτό τον τρόπο όχι μόνο ήταν εκμεταλλεύσιμος όλος ο εσωτερικός χώρος του καραβιού, αλλά κυρίως διασφαλιζόταν το φορτίο από μετατόπιση κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Η ονομασία «αμφορεύς» προέρχεται από τη δυνατότητα του αγγείου να μεταφέρεται από τις δύο λαβές του (αμφιφέρω). Τα διαφορετικά τους σχήματα είναι χαρακτηριστικά της διαφορετικής τους προέλευσης αλλά και του είδους των προϊόντων που εξάγονταν. Πολλές φορές φέρουν σφραγίσματα στις λαβές τους, που δηλώνουν το όνομα του ετήσιου άρχοντα άρα και τη χρονολόγηση εμφιάλωσης του κρασιού, τον κεραμέα, αλλά και την περιοχή προέλευσης των αγγείων (ΘΑΣΙΩΝ, ΠΑΡΙΟΝ, ΚΝΙΔΙΟΝ, ΙΚΙΟΝ) ή μόνο τα αρχικά όπως, ΣΑ (Σάμος), ΚΩ (Κως). Συχνά υπάρχει και ένα σύμβολο, χαρακτηριστικό της περιοχής, όπως το ρόδο ή ο ήλιος για τους ροδίτικους, ο Ηρακλής τοξότης και το δελφίνι για τους θασιακούς και η καθιστή σφίγγα πίσω από αμφορέα ή ο σκέτος αμφορέας για τους χίους.
Η μελέτη των αμφορέων δίνει στοιχεία για τις παραγωγές πόλεις και περιοχές της αρχαιότητας, τους θαλάσσιους δρόμους και την ανάπτυξη της ναυτιλίας. Ανήκει στα αγγεία του πότου, αφού χρησίμευε στην πόση του κυριότερου ποτού των αρχαίων το οίνου. Η χρήση των «εμπορικών αμφορέων» τεκμηριώνεται από την Πρώιμη Eποχή του Xαλκού (3η χιλιετία). Από τότε και μέχρι τη Βυζαντινή εποχή κατασκευάστηκαν εκατομμύρια αμφορείς σε μεγάλη ποικιλία μορφών και μεγεθών, αφού αποτελούσαν το κυριότερο είδος δοχείου για μεταφορές. Η αντικατάστασή τους από το «βουτσίον», το ξύλινο βαρέλι, έγινε σταδιακά κατά τους τελευταίους αιώνες του Bυζαντίου.
Μολονότι η αρχαιολογική συλλογή από πρώτη άποψη δείχνει να αποτελεί μια ενότητα ετερόκλητων ευρημάτων, η παρουσίασή της με βάση την προέλευση των αντικειμένων σηματοδοτεί την πυκνή εμπορική επικοινωνία που υπήρχε στην Ανατολική Μεσόγειο από τους αρχαίους χρόνους και τη σχέση της ρότας που ακολουθούσαν οι σφουγγαράδες κάθε χρόνο στη νεότερη εποχή και μέχρι τις μέρες μας για τη συγκομιδή των σφουγγαριών (Αιγαίο, Κύπρος, Αίγυπτος, Λιβύη, Τυνησία, Σικελία, Κάτω Ιταλία, Ιόνιο, Αιγαίο).